- δισχιλίων
- δῑσχιλίων , δισχίλιοιtwo thousandfem gen plδῑσχιλίων , δισχίλιοιtwo thousandmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ХОРЫ — • Όροι, каменные доски в Афинах, которые ставились перед заложенными имениями в знак того, что эти имения заложены. Отметить имение такими досками, как залог долга, называлось α̉φορίζειν τò χωρίον, а само имение α̉φωρισμένον. На доске … Реальный словарь классических древностей
προσορίζω — Α 1. περιλαμβάνω εντός τών συνόρων και, κυρίως, προσθέτω μια χώρα στα όρια μιας επικράτειας 2. (το ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως τα όρια ενός πράγματος («προσορίζω χρόνον πένθους», Πλούτ.) 3. (ως αμτβ.) βρίσκομαι κοντά σε έναν τόπο, είμαι… … Dictionary of Greek